- ψυχρεύομαι
- Α [ψυχρός](αποθ.)1. εκφράζομαι, μιλώ κατά τρόπο ψυχρό, ανόητο, λέω κρυάδες («παρὰ δὲ σοφισταῑς πάμπολλα εὕροις ἄντάφους τε γὰρ ἐμψύχους τοὺς γύπας λέγουσι, καὶ ἄλλα τοιαῡτα ψυχρεύοντα πολλά», Ερμογ.)2. μτφ. καθιστώ κάτι κρύο, ανούσιο.
Dictionary of Greek. 2013.